- καρσιλαμά
- karşılama (oyun)
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
καρσιλαμάς — ο (λ. τουρκ.), είδος αντικριστού λαϊκού χορού: Χορεύει καρσιλαμά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)